Émile Deschamps
ΕΝΑΣ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΓΑΛΛΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ
ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
ΤΟ 1892

Stacks Image 4263



Εισαγωγικό κείμενο του Σταύρου Γ. Λαζαρίδη από το βιβλίο
Στην Κύπρο, τη Χώρα της Αφροδίτης
του Émile Deschamps

Cyprus

Οι περιηγητές και ο κυπριακός χώρος στις αρχές της Αγγλοκρατίας

Με την ανάληψη της διακυβέρνησης της Κύπρου από τους Άγγλους, το 1878, η βρετανική αυτοκρατορία ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο αφού απέκτησε ένα σημαντικό στρατιωτικό και εμπορικό σταθμό που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της τόσο στη Μεσόγειο όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Αργά αλλά σταθερά ο αριθμός των επισκεπτών αυξήθηκε για λόγους υπηρεσιακούς και εμπορικούς. Επιπλέον, πολλοί Άγγλοι – ανάμεσά τους για πρώτη φορά και γυναίκες – άρχισαν να φτάνουν στην Κύπρο αποκλειστικά για τουριστικούς λόγους θέλοντας να γνωρίσουν από κοντά τη νέα αποικία του Στέμματος.
Μερικοί από αυτούς έγραψαν βιβλία, ημερολόγια, οδοιπορικά, αφηγήσεις και επιστολές, μέσα από τα κείμενα των οποίων, που συχνά συνοδεύονται από χάρτες, σχεδιαγράμματα, χαρακτικά και φωτογραφίες, ξεδιπλώνεται η πολυτάραχη ιστορία της Κύπρου, παρουσιάζονται τα κυριότερα πολιτιστικά και εκκλησιαστικά μνημεία, τα μοναστήρια, τα χωριά και οι πόλεις και καταγράφονται, πολλές φορές με λεπτομέρειες, ο τρόπος ζωής, τα ήθη και έθιμα και οι καθημερινές ασχολίες των κατοίκων του νησιού.
Καθοριστικό ρόλο στη σημαντική αύξηση των επισκεπτών έπαιξε και ο εκσυγχρονισμός των θαλασσίων μεταφορών με τα πολλά ατμόπλοια που μείωσαν τις αποστάσεις και βελτίωσαν τις συνθήκες των ταξιδιών. Αρκετές ατμοπλοϊκές εταιρείες όπως η Austrian Lloyd, η Peninsular and Oriental Steamer Navigation Company, η Khedieval και η Compagnie des Messageries Maritimes εκτελούσαν συχνά δρομολόγια για την Κύπρο.


Ο Émile Deschamps στην Κύπρο

Stacks Image 4278

Με ένα από αυτά τα ατμόπλοια, το Djemnah, της γαλλικής εταιρείας Messageries Maritimes ξεκίνησε ο Émile Deschamps το ταξίδι του από την Μασσαλία στις 22 Οκτωβρίου 1892. Μετά από είκοσι τρεις μέρες, στις 14 Νοεμβρίου, αποβιβάστηκε στην Λάρνακα.
«Η πρώτη εντύπωση είναι θλίψη», σημειώνει στο ημερολόγιό του.

Η αρχική του απογοήτευση, όμως, δεν στάθηκε εμπόδιο στο να προχωρήσει αμέσως στην περιήγησή του στο νησί. Κατέλυσε στην Λάρνακα «σε ένα καλύβι που θυμίζει παλιά αγροικία της Νότιας Γαλλίας» και χρησιμοποιώντας το σπίτι αυτό ως βάση περιέρχεται όλες τις επαρχίες της Κύπρου παραμένοντας αρκετό χρόνο σε κάθε πόλη και στα περισσότερα χωριά και μοναστήρια της.

menuimage

Εικόνα δεξιά: Το menu της πρώτης θέσης του "Djemnah"- ένα ενθύμιο από το ατμόπλοιο

Επηρεασμένος από τον Γάλλο ιστορικό Λούι ντε Μας-Λατρί (Louis de Mas Latrie) και γοητευμένος από τα όσα έχει διαβάσει και μελετήσει σχετικά με τα ιστορικά γεγονότα της βασιλείας των Λουζινιανών, επιδίδεται σε αναζήτηση των αρχαίων μνημείων που σχετίζονται με αυτή τη γαλλική περίοδο του νησιού πιστεύοντας ότι θα προσφέρει νέα τεκμήρια του λαμπρού παρελθόντος των προγόνων του. Η κυπριακή πραγματικότητα εντούτοις είναι διαφορετική. Η Κύπρος, αν και έχουν περάσει δεκατέσσερα χρόνια από την άφιξη των Άγγλων, παραμένει μια χώρα ταλαιπωρημένη που προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά από τριακόσια χρόνια τουρκικής κατοχής. Οι κάτοικοί της είναι φτωχοί, αρκετοί ζουν σε εξαθλίωση, οι περισσότεροι από αυτούς ασχολούμενοι με αγροτικές εργασίες προσπαθούν να επιβιώσουν και ελάχιστα τους ενδιαφέρει το ένδοξο παρελθόν του νησιού και τα μεγαλοπρεπή μνημεία της Φραγκοκρατίας. Για τους Κυπρίους δεν είναι παρά ερείπια από τα οποία συχνά προμηθεύονται οικοδομικά υλικά.
Τελικά, ο συγγραφέας προσαρμόζεται στις επικρατούσες συνθήκες από τις πρώτες κιόλας μέρες και παρότι λατρεύει τη μεσαιωνική Κύπρο στρέφει το ενδιαφέρον του στη σύγχρονη ζωή της. Στην διάρκεια των εξορμήσεών του μέσα στον κυπριακό χώρο φροντίζει να γνωρίσει από κοντά κάθε πτυχή του παρατηρώντας με ενδιαφέρον το λαό της Κύπρου και την νοοτροπία του – περιγράφει τις δεδομένες συνθήκες, τα τοπικά ήθη και έθιμα, στιγμιότυπα από τις κοινωνικές εκδηλώσεις και επισκέπτεται εκκλησίες και μοναστήρια επιδιώκοντας συνάντηση με εκκλησιαστικές προσωπικότητες όπως τον αρχιεπίσκοπο και τους ηγούμενους των μονών.

image010
Αποψη της Λάρνακας
(Οπως την είδε από το ατμόπλοιο ο Γάλλος περιηγητής στις 14 Νοεμβρίου 1892)


Ο Émile Deschamps είναι ο πρώτος Γάλλος περιηγητής που επισκέπτεται την Κύπρο μετά την άφιξη των Άγγλων και ο πρώτος που συγγράφει βιβλίο αποκλειστικά για το νησί στα γαλλικά. Σε αντίθεση με άλλα ταξιδιωτικά βιβλία, το κείμενό του είναι χρήσιμο από πολλές απόψεις αφού είναι περισσότερο αντικειμενικός στις διαπιστώσεις και τις παρατηρήσεις του από άλλους συγγραφείς, κυρίως Άγγλους. Δεν ασχολείται με την πολιτική και τα θέματα που σχετίζονται με την αποικιακή κυβέρνηση τον αφήνουν παντελώς αδιάφορο. Δεν τον ενδιαφέρει να ανακαλύψει ή να αγοράσει αρχαιότητες περιοριζόμενος στην καταγραφή αρχαίων επιγραφών που συγκεντρώνει για να τις παρουσιάσει στην Ακαδημία Επιγραφών και Γραμμάτων.

Το ύφος του είναι γλαφυρό και παραστατικό. Διαθέτει οξυδέρκεια και παρατηρητικότητα που τον βοηθά να καταγράψει αυτά που βλέπει και βιώνει κατά την παραμονή του στο νησί. Εναλλάσσοντας το παρόν με το παρελθόν, και διαθέτοντας χιούμορ περιγράφει τις καταστάσεις που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί.

Η ζωή και το έργο του συγγραφέα

Ο Émile Deschamps γεννήθηκε στην Μασσαλία της Νοτίου Γαλλίας το 1857 από μικροαστική οικογένεια. Δεν γνωρίζουμε κάτι σχετικό με την παιδική του ηλικία ούτε τις πανεπιστημιακές σπουδές του παρά μόνο ότι φοίτησε σε ιατρική σχολή. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως στρατιωτικός γιατρός στο Γαλλικό Ναυτικό και το 1885 τον βρίσκουμε να υπηρετεί στο πεζικό με το βαθμό του λοχαγού στα Νησιά Ουάλλις του Νότιου Ειρηνικού, προτεκτοράτο της Γαλλίας από το 1842. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει το πρώτο του άρθρο σχετικά με τα νησιά αυτά στο δημοφιλές ταξιδιωτικό περιοδικό Le Tour du Monde.
Πιθανόν με την ιδιότητα του στρατιωτικού γιατρού να υπηρέτησε και σε άλλα μέρη που ανήκαν ή προστατεύονταν από την Γαλλία και να πραγματοποίησε κάποια ταξίδια υπηρετώντας σε πλοία του Γαλλικού Ναυτικού. Τα ταξίδια αυτά επηρέασαν σημαντικά τη ζωή του. Γεμάτος δίψα για περιπέτεια επέλεξε να παραιτηθεί από στρατιωτικός γιατρός, να μην κάνει οικογένεια και να αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην εξερεύνηση άγνωστων χωρών και τόπων.
Με την οικονομική στήριξη της Γεωγραφικής Εταιρείας της Μασσαλίας τέθηκε επικεφαλής αποστολών σε διάφορες χώρες κυρίως της Μέσης και της Άπω Ανατολής. Στη συνέχεια έζησε επί μακρόν στην Κεϋλάνη συγγράφοντας και το πρώτο του βιβλίο για τη χώρα αυτή. Ακολούθησε το ταξίδι και η παραμονή του στην Κύπρο μεταξύ 1892 και 1894. Μετά από κάποια ταξίδια στην Ασία εγκαταστάθηκε στην Σαγκάη όπου εργάστηκε μέχρι το 1902 ως ανταποκριτής της εφημερίδας Revue de l'Extrême-Orient (Επιθεώρηση της Άπω Ανατολής), δημοσιεύοντας πολλά και ποικίλα άρθρα.
Χωρίς να γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία, ξέρουμε ότι κάπου μεταξύ 1903 και 1905 ο Deschamps μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου έζησε και εργάστηκε τουλάχιστον μέχρι το 1912 ως ανταποκριτής εφημερίδων. Παράλληλα όμως συνέχισε τα ταξίδια και τις περιηγήσεις του στην Νέα Ήπειρο αποτέλεσμα των οποίων ήταν η δημοσίευση πολλών σχετικών άρθρων και η συγγραφή του βιβλίου του Les femmes d’Oncle Sam. Carnet d'un voyageur.
Τα ίχνη του χάνονται ξαφνικά το 1913. Ήταν όμως ήδη πενήντα έξι χρονών, ηλικιωμένος για την εποχή εκείνη και έτσι όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά. Ίσως αποφάσισε να σταματήσει τα ταξίδια του και να αποσυρθεί ζώντας ήσυχα κάπου στην πατρίδα του, πράγμα όμως που δεν το θεωρώ πιθανό αφού ένα τέτοιο ανήσυχο πνεύμα θα συνέχιζε τουλάχιστον να αρθρογραφεί και να δίνει διαλέξεις σε Γεωγραφικές Εταιρείες και ταξιδιωτικές λέσχες. Δεν αποκλείεται να έφυγε ξαφνικά από τη ζωή χωρίς να προλάβει να επισκεφτεί όλα τα μέρη που ίσως επιθυμούσε, έχοντας όμως κάνει λίγο-πολύ το γύρο του κόσμου.
O Émile Deschamps έγραψε πέντε βιβλία με το γενικό υπότιτλο Από το ημερολόγιο ενός ταξιδιώτη, που αφορούσαν στα ταξίδια του στην Κεϋλάνη, την Κύπρο, την Παλαιστίνη, την Ανατολή και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δημοσίευσε επίσης πολλά άρθρα σε διακεκριμένα περιοδικά της εποχής που αναφέρονταν στα ταξίδια, τις περιηγήσεις, τις εξερευνήσεις και τις εμπειρίες του σε πολλές χώρες.

Η γιορτή του Κατακλυσμού στη Λάρνακα το 1878

Γιορτη Κατακλυσμου.png

«Η 29η Μαΐου αντιστοιχεί εφέτος στην πεντηκοστή ημέρα μετά το ελληνικό Πάσχα, στην Πεντηκοστή, που οι ντόπιοι ονομάζουν Κατακλυσμό.

Η γιορτή γίνεται στην Πάφο και στην Λάρνακα και μόλις εδώ και λίγα χρόνια, στην Λεμεσό και στην Αμμόχωστο αφού οι δύο αυτές πόλεις δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να επωφεληθούν από ένα έθιμο, που έφερνε καλά έσοδα στο τοπικό εμπόριο. Αυτή τη χρονιά η γιορτή πέφτει σε ακατάλληλη στιγμή, γιατί οι χωρικοί βρίσκονται στα χωράφια για τη συγκομιδή και η προσέλευση είναι μικρότερη από άλλες χρονιές. Εντούτοις μπορούμε να υπολογίσουμε στις τρεις με τέσσερις χιλιάδες τους αγρότες που εγκατέλειψαν τις πεδιάδες της Μεσαορίας και τις πλαγιές του Ολύμπου. Από παντού έφθασε κόσμος, οι πιο πολλοί όμως ήλθαν από τις εγγύτερες περιοχές, γιατί ο χρόνος είναι πολύτιμος στους φτωχούς ανθρώπους και τα ταξίδια με αδύναμα ζώα χρονοβόρα. Εδώ μπορεί κανείς να δει συγκεντρωμένο τον πλούτο και τη φτώχεια.
Η γιορτή, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα πανηγύρι, γίνεται στο δεύτερο μέρος του δρόμου που είχαμε ακολουθήσει όταν πρωτοφτάσαμε στην Λάρνακα, κατά μήκος της αποβάθρας λίγο μετά το εστιατόριο που είχε γαλλική σημαία και εκτείνεται μερικές εκατοντάδες μέτρα μέχρι την άκρη του τουρκικού φρουρίου, ανάμεσα στα σπίτια και στη θάλασσα. Κάποιες καλύβες έχουν στηθεί: είναι απλές με παλιές σκεπές, που πέφτουν πάνω από τις πλευρές ή πολύ απλές ξύλινες κατασκευές. Στο εσωτερικό τους βλέπουμε μερικά σκαμνιά ενώ στα καλύτερα υπάρχουν ψάθινες καρέκλες, λίγα αποξηραμένα χόρτα και χρωμολιθογραφίες που απεικονίζουν τους βασιλείς της Ελλάδας.
Ένα ή δύο παραπήγματα διαθέτουν ορχήστρα, που αποτελείται από βιολί, κλαρίνο και μαντολίνο, για αυτούς που θέλουν να χορέψουν, μιας και ο χορός είναι απαραίτητο στοιχείο κάθε γιορτής που γίνεται είτε στο σπίτι είτε σε δημόσιο χώρο. Τα καφενεία έχουν βγάλει έξω κατά εκατοντάδες τις καρέκλες και τα τραπέζια τους, γεγονός που εμποδίζει την κυκλοφορία.
Άρχισαν να καταφθάνουν ήδη από τις 28 του μήνα: το θέατρο είναι έτοιμο, για να υποδεχτεί το πλήθος. Η ζέστη έντονη και ένας καυτός ήλιος σαν αυτόν της Αιγύπτου πλημμυρίζει την ακτή. Ας μπούμε αμέσως στο χώρο που γίνεται το πανηγύρι. Θα δούμε που κατέληξαν οι γιορτές που τόσο πολύ η αρχαιότητα ύμνησε.

Μία Γιορτή - Πανηγύρι (στα χρόνια της παρακμής)


Βρισκόμαστε κοντά σε μια άδεια παράγκα με ορχήστρα.

Συνωστισμος στο θεατρο
Ο κόσμος περνά χωρίς να σταματήσει και έτσι στο εσωτερικό της δύο επαγγελματίες χορευτές κάνουν κινήσεις με τοπικό στυλ, στροφές και άλματα, για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των περαστικών. Υποκύπτει στον ανταγωνισμό που του κάνει ένα μεγάλο μαγαζί πλημμυρισμένο από κόσμο, όπου τραγουδούν δύο γυναίκες, πλάσματα χωρίς τίποτα θηλυκό στο πρόσωπο, στο σώμα ή στη συμπεριφορά. Είναι ντυμένες με κουρέλια, που παλιά ήταν κεντημένα με χρυσό και ασήμι, κόκκινα, πράσινα και μπλε και που τώρα ξεθώριασαν σε μια αφηρημένη μορφή από σκιές και σχήματα. Είναι αυτά τα δύο όντα με τα έντονα προκλητικά τραγούδια τους που κατάφεραν να προσελκύσουν τους πανηγυριώτες και μου μοιάζουν να είναι οι Αφροδίτες της ημέρας, που τιμώνται ακόμα σε ανάμνηση της αρχαίας θεάς.
Κοιτάζοντας πάνω από τις τέντες διακρίνω μια τρίχρωμη σημαία με τα γαλλικά χρώματα. Δυστυχώς τα γράμματα R.F. έχουν μπει ανάποδα. Το χρώμα που κυριαρχεί πάνω στις φορεσιές του πλήθους είναι το μπλε, το χρώμα του καθαρού
Παγκοι εμπορων
ουρανού της Ανατολής. Πάγκοι εμπόρων είναι εγκαταστημένοι, αριστερά και δεξιά μέσα στη σκόνη, πουλώντας σταφίδες, φουντούκια, λεμόνια, αράπικα φιστίκια και στραγάλια που είναι συνηθισμένο προϊόν σε όλη την Τουρκία. Άλλοι έχουν κορδόνια, σιδερικά, υφάσματα καθώς και λινά και μεταξωτά της Λευκωσίας σε έντονα χρώματα. Προχωρώντας πιο πέρα βλέπουμε μαγείρους μπροστά σε ένα μικρό αραβικό φούρνο να ψήνουν συκώτι, σουβλάκια, τηγανίτες με σουσαμόλαδο που οι μυρωδιές τους γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Η σκόνη, η μυρωδιά των ζώων καθώς και εκείνη από τα υπαίθρια μαγέρικα που πλανώνται στον αέρα, σε αηδιάζουν και σου δημιουργούν ναυτία. Είναι η χαρακτηριστική μυρωδιά όλων των γιορτών στην Κύπρο».

Πάσχα στη Λάρνακα
και το κ
άψιμο του ομοιώματος του Ιούδα

«Το Πάσχα στην Κύπρο είναι κυρίως μια θορυβώδης γιορτή. Πραγματοποιείται στην Λάρνακα, μια παλιά ενδιαφέρουσα τελετή στην αυλή του ελληνικού μητροπολιτικού ναού: Η εκτέλεση και το κάψιμο του Ιούδα, την οποία και θα προσπαθήσω να περιγράψω.
Μέσα στην αυλή το πλήθος είναι πυκνό, όπως επίσης στα παράθυρα των σπιτιών, στα κεραμίδια τους, στον δρόμο. Παντού υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι με κόκκινα φέσια και χρωματιστά μαντήλια που καλύπτουν καστανά κεφάλια. Όλοι προσμένουν την άφιξη του Ιούδα που την αντιλαμβανόμαστε όταν ακούμε ένα μακρόσυρτο μουρμουρητό ικανοποίησης.

Καψιμο του Ιουδα
Σε μια κυκλική βάση, που μεταφέρει νεαρός Έλληνας, υψώνεται μορφή Εβραίου με άσπρη μάσκα, λευκά μακριά γένια, ένα βαμβακερό σκούφο στο κεφάλι και κάτι σαν άσπρη μπλούζα πάνω από ένα μαύρο παντελόνι. Έχει μακριά χέρια και είναι πραγματικά παράξενο να βλέπει κανείς αυτήν την καρναβαλική φιγούρα να ταρακουνιέται από τους πιστούς που τη συνοδεύουν γύρω από την εκκλησία. Στο τέλος αποθέτουν τον Ιούδα καταγής, ενώ ένας μεγάλος διάβολος, που τον ακολουθεί εδώ και λίγη ώρα κραδαίνοντας το πιστόλι του δίνει το σύνθημα έναρξης του μαρτυρίου του. Ένας άλλος προχωρά μπροστά και πυροβολεί από όσο πιο κοντά μπορεί το ομοίωμα που καταστρέφεται αμέσως: η μάσκα τρυπιέται και ο σκούφος φεύγει. Τότε ξεσπούν πυροβολισμοί ταυτόχρονα με τις εκρήξεις των πυροτεχνημάτων, που ζώνουν τη βάση του. Και ο Ιούδας γέρνει με ένα μεγάλο τραύμα στο μάτι, με γένια ανάστατα, με το στόμα ανοικτό λες και κάνει μορφασμό πόνου. Το πλήθος παραληρεί νοιώθοντας ικανοποίηση, εξιλεώνεται σε κάθε χτύπημα που σχίζει το είδωλο. Το κεφάλι έχει κοπεί σχεδόν τελείως από έναν επιδέξιο σκοπευτή, το στήθος έχει τρυπηθεί, τα μέλη συστέλλονται και αυτό το χοντροειδές κατασκεύασμα αποκαλύπτει την πραγματικότητα. Δυστυχώς, όμως, δεν βλέπουν αίμα να κυλά από κάθε ανοιχτή πληγή. Το ξύλο και το γέμισμα πιάνουν φωτιά, μια φλόγα ξεπηδά από το μαύρο ρούχο ενώ από τα τεντωμένα δάκτυλά του εκτινάσσονται χιλιάδες σπίθες που κατακλύζουν τους συγκεντρωμένους σαν μια τελευταία κατάρα. Το μπαρούτι σκάει σε όλες τις πλευρές του σώματος που περιστρέφεται στον άξονά του, διαλύεται σε κομμάτια, σκορπίζοντας τριγύρω απομεινάρια από ρούχα μαύρα και άσπρα. Τέλος, η μάσκα, που μέχρι τώρα είχε αντισταθεί λες και αντιπροσώπευε το έσχατο απομεινάρι ζωής του προδότη, πέφτει και αυτή, χτυπημένη από την πυράκτωση, αποκαλύπτοντας ένα σκελετό από χονδροκομμένο ξύλο.
Η ικανοποίηση είναι διάχυτη παντού: το μαρτύριο κράτησε αρκετά και είχε την ενδεδειγμένη κατάληξη. Έτσι, η ομήγυρη διαλύεται σιγά-σιγά ενώ ο απόηχος από τους καθυστερημένους πυροβολισμούς των εκτελεστών αργοσβήνει.
Να προσθέσουμε ότι ο Ιούδας των Κυπρίων δεν είναι πάντα ντυμένος με την παραδοσιακή εβραϊκή ενδυμασία. Τον έχουμε ιδεί, διαδοχικά, με αγγλική καρό φορεσιά καθώς και με γαλλικά μαύρα ρούχα, γραβάτα και λευκά χειρόκτια. Θα μάθουμε αργότερα την εξήγηση για όλα αυτά.»

Το Χωριό - Πρωτεύουσα ή
η Πρωτε
ύουσα - Χωριό

«Γενικά, θα λέγαμε ότι η Κερύνεια αν και πρωτεύουσα επαρχίας, δεν είναι παρά ένα μεγάλο χωριό.
Εδώ τα υποδήματα!
Στους στενούς και ήσυχους δρόμους της, συνάντησα έναν πλανόδιο έμπορο παπουτσιών, με το εμπόρευμά του να κρέμεται σε ένα μπαστούνι. Πρέπει να είναι Άραβας-Μαρωνίτης. Οι Μαρωνίτες που έρχονται από τη συριακή ακτή, ζούσαν κάποτε σε μεγάλο αριθμό στην Κύπρο. Αλλά καθώς διώκονταν από την Ελληνική Εκκλησία που φοβόταν, αν και μέχρι τότε είχανε συμβιώσει χωρίς προβλήματα, μια πιθανή μετανάστευση των Συρίων αδελφών τους, που θα δημιουργούσε προβλήματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εξωθήθηκαν και περιορίστηκαν στο πιο αραιοκατοικημένο άκρο του νησιού.
Συγκροτούν σήμερα πέντε χωριά, περιορισμένα στο εσωτερικό ενός ισόπλευρου τριγώνου, που σχηματίζεται από το ακρωτήρι Κορμακίτη, στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Δίκαια η άδικα, οι Μαρωνίτες έχουν στην Κύπρο μια αμφίβολη φήμη σύμφωνα με την οποία «ένας Μαρωνίτης είναι ένα τίποτα». Ίσως, όμως, αυτό δεν είναι παρά το αποτέλεσμα των ραδιουργιών των Ελλήνων παπάδων».

Επεξηγηματικό κείμενο Σταύρου Γ. Λαζαρίδη:
Οι Μαρωνίτες αποτελούν ιδιαίτερη εκκλησιαστική κοινότητα στην Κύπρο και είναι οπαδοί του μονοθελητισμού. Η χριστιανική αυτή αίρεση ιδρύθηκε από τον Άγιο Μάρωνα, που έζησε στα μέσα του 4ου με αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα. Ως αιρετικοί οι οπαδοί τηςυπέστησαν διωγμούς από τους θρησκευτικούς τους αντιπάλους. Όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν συγκεντρώθηκαν στις περιοχές της Συρίας και του Λιβάνου ενώ ένας μικρός αριθμός μετανάστευσε στην Κύπρο. Αργότερα, προς το τέλος του 7ου αιώνα, αναζήτησαν καταφύγιο στο νησί και άλλοι κυρίως για να αποφύγουν τους Σαρακηνούς που τους τρομοκρατούσαν. Στην προσπάθεια τους να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους από τους Βυζαντινούς και τους άπιστους Σαρακηνούς οι Μαρωνίτες αποδέχτηκαν την ένωση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 12ο αιώνα, διατηρώντας όμως τα δικά τους έθιμα, λειτουργία, γλώσσα, το γάμο των κληρικών και άλλες τυπικές διαφορές με την Καθολική Εκκλησία.


Ο Μαρωνίτης Πατριάρχης το 1899
1899 Πατριάρχης Μαρωνίτης

Το μεγάλο όμως μεταναστευτικό ρεύμα Μαρωνιτών έγινε προς το τέλος του δωδέκατου αιώνα με την ενθάρρυνση των Λουζινιανών, που ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσουν την παρουσία Καθολικών στο νησί. Τους παραχωρήθηκαν κτήματα, πολλά προνόμια και θρησκευτικές ελευθερίες και το 1316 ιδρύθηκε η πρώτη μαρωνίτικη αρχιεπισκοπή στην Λευκωσία. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Λούι ντε Μας-Λατρί κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας υπήρχαν εξήντα δύο μαρωνίτικα χωριά.
Η κατάσταση όμως ανατράπηκε όταν με την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους, το 1571, οι Μαρωνίτες αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν ή να εγκαταλείψουν το νησί μαζί με τους Λατίνους και όσοι παρέμειναν αφομοιώθηκαν με τον καιρό με τους Ορθόδοξους και μόνο ελάχιστοι διατήρησαν τη θρησκεία τους. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για αυτούς, μετά την τουρκική εισβολή, γίνεται το 1596 από τον Ιερώνυμο Νταντίνι που διορίστηκε από τον Πάπα Κλήμη Η
΄ νούντσιος στους Μαρωνίτες του Λιβάνου. Αναφέρει ότι υπήρχαν δεκαεννέα μαρωνίτικα χωριά στην Κύπρο, μερικά από τα οποία είχαν δύο ή και τρεις εκκλησίες.
Μέχρι το 1840, ακολουθούσαν το ορθόδοξο ημερολόγιο και υπάγονταν στη διοικητική δικαιοδοσία του ορθόδοξου μητροπολίτη της Κερύνειας. Μετά όμως από επίμονες παρεμβάσεις του Γάλλου προξένου, που κατάφερε να τους θέσει υπό την προστασία της χώρας του, αποκόπηκαν τελείως από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αποδέχθηκαν το ημερολόγιο της Λατινικής Εκκλησίας και απέκτησαν το δικό τους βικάριο. Το καθεστώς αυτό οριστικοποιήθηκε το 1845, όταν η Γαλλία κατάφερε να αποσπάσει φιρμάνι από τον Σουλτάνο που αφαιρούσε τους Μαρωνίτες από τη δικαιοδοσία των Ορθοδόξων και τους επανέφερε κάτω από την εξουσία του Μαρωνίτη Πατριάρχη του Λιβάνου.
Οι ευνοϊκές κοινωνικές και θρησκευτικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την άφιξη των Άγγλων το 1878 βοήθησαν σημαντικά στην αύξηση της μαρωνίτικης κοινότητας τόσο που σύμφωνα με τις απογραφές του 1891 και του 1931 αριθμούσαν τους 1.131 και τους 1.704 αντίστοιχα, οι περισσότεροι από τους οποίους κατοικούσαν σε τέσσερα αμιγώς μαρωνίτικα χωριά, τον Κορμακίτη, την Καρπασία και τον Ασώματο στην επαρχία Κερύνειας και την Αγ
ία Μαρίνα Σκιλλούρας στην επαρχία Λευκωσίας.


Λιμανι Κερύνειας

«Παρακάμπτοντας έναν αιχμηρό βράχο πάνω στον οποίο βρίσκεται μια εκκλησία, κτισμένη στη θέση πύργου αρχαίου φρουρίου, καταλήγουμε στο λιμάνι της Κερύνειας. Είναι περιτριγυρισμένο από αποβάθρες και μπορεί άνετα να χωρέσει σαράντα ιστιοφόρα. Στα δυτικά, προφυλάσσεται από μια αρκετά ψηλή προκυμαία με κυματοθραύστη ενώ στα ανατολικά από μια άλλη προκυμαία, διαγώνια προς την προηγούμενη κατασκευασμένη από φυσικούς ογκόλιθους, τοποθετημένους ο ένας πάνω στον άλλο. Στη μέση, υψώνεται ένα κυκλικό ερειπωμένο κτίσμα που φαίνεται να ήταν η βάση ενός φυλακίου και το οποίο έχει κατασκευαστεί πάνω σε φερτούς ογκόλιθους. Γύρω από την αποβάθρα βρίσκονται ωραία σπίτια, καφενεία και στο μέσο μερικών αρχαίων λίθων, ένας μικρός αποξηραμένος καρχαρίας που εγκαταλείφθηκε εδώ, μετά την αιχμαλωσία του. Στα δεξιά είναι τα ψηλά κίτρινα τείχη του φρουρίου.
Σαν μια μοντέρνα νότα, προσέχουμε έναν ψαρά που παρακολουθεί προσεκτικά τις κινήσεις της πετονιάς του» . . .
και πι
ό πίσω στο δρόμο,

Ξυλουργός στην Κερυνεια
πάνω από την αποβάθρα, ξυλουργοί επί τω έργω ατενίζουν με περιέργεια το φακό του φωτογράφου τη στιγμή που τους κατοχυρώνει μία θέση στην αιωνιότητα.

Την περγραφή του Γάλλου περιηγητή συμπληρώνει ένα κείμενο του Ιερώνυμου Περιστιάνη

Παλιός πύργος στην Κερύνεια και μία γενική

Παληος πυργοσ στην Κερύνεια
πλάγια άποψη της πόλης το 1893 όπου διακρίνεται μέρος του πύργου.
Keryneia 1893


Ο Ιερώνυμος Περιστιάνης (1870-1931) δίνει μια λεπτομερή περιγραφή των μεσαιωνικών πύργων που προστάτευαν την Κερύνεια και οι οποίοι σώζονταν ακόμη το 1910 που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γενική ιστορία της νήσου Κύπρου. Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου του ασχολείται με την ιστορία της Κερύνειας και την περιγραφή των οχυρώσεων της.

«Εντός της Κερυνείας σώζονται δύο στρογγύλοι Πύργοι, ών ο είς κείται προς δυσμάς της πόλεως και είνε τύπος της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής των Ροδίων Ιπποτών, ον ο σερ Χ. Μπούλβερ, πρώην Αρμοστής της νήσου, έσωσεν από καταστροφήν αγοράσας αυτόν διά την κυβέρνησιν της Κύπρου από πολίτην τινά Κερυνείας όστις κατείχε τίτλον ιδιοκτησίας επ’ ονόματί του ληφθέντα κατά την εποχήν της Τουρκοκρατίας. Ο Πύργος ούτος διατηρεί τας επί των επάλξεων αυτού ωραιοτάτης τέχνης πολεμίστρας (machicoulis), ο δε έτερος Πύργος κείται εις το Νοτιοδυτικόν άκρον της πόλεως, και καλείται κοινώς «Καμούζα», όπερ πιθανόν να ήνε παραφθορά της λέξεως ήτις απαντά εν τη παρά τω Florio Bustron φράσει «la volta de Canuso», «η αψίς του Κανούζο» ήτις κατά πάσαν πιθανότητα έκειτο μεταξύ του Πύργου τούτου και της Εκκλησίας Καθολικής.
Πλην των δύο ανωτέρω περιγραφέντων Πύργων λείψανα τρίτου τοιούτου παρατηρεί τις παρά την οικίαν της κ. Θεκλούς Χρήστου και του κ. Θ. Μιτζή, επί της παραλιακής προσόψεως, εν τω μυχώ του κόλπου του λιμένος. Τα λείψανα του Πύργου τούτου απεκαλύφθησαν περί το 1900 μετά την υπό του Δήμου κατεδάφισιν παλαιάς τινός οικίας, χάριν ρυμοτομίας της πόλεως.
Τέταρτος Πύργος υπήρχεν εν τη βορειοδυτική γωνία των τειχών της πόλεως, όπου νυν ίσταται η Ελληνική Εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Τούτο δε πιστούται εκ της σωζομένης προεξεχούσης τετραπλεύρου βάσεως του Πύργου. Μεταξύ του Πύργου τούτου και του εν τη τάφρω της δυτικής πλευράς του τείχους της πόλεως κειμένου υπήρχε, κατά πάσαν πιθανότητα, η Δυτική Πύλη της πόλεως ην υπερήσπιζον αμφότεροι οι παράλληλοι ούτοι Πύργοι.
Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων αγόμεθα εις το ασφαλές συμπέρασμα, όπερ άλλως τε ποριζόμεθα και εκ της πολυετούς επιτοπίου ημών μελέτης, ότι την πόλιν Κερυνείας περιέκλειε γραμμή τείχους, όπερ επροστατεύετο υπό των άνω περιγραφομένων τεσσάρων Πύργων. Η γραμμή αυτή ήρχιζεν από της τάφρου του Φρουρίου, κάτωθεν του νυν Αστυνομικού Γραφείου, (λόδζας, ως τούτο κοινώς καλείται) διεζώννυεν τον λιμένα, εξετείνετο βορειοδυτικώς και νοτιοδυτικώς και από του στρογγύλου πύργου «Καμούζας» διήκει νοτιοανατολικώς εις την είσοδον του Φρουρίου. Φαίνεται ότι παρά τον εις το ανατολικόν άκρον της πόλεως ευρισκόμενον Λουτρώνα, ή περαιτέρω, υπήρχεν η κυρία Πύλη της πόλεως. Τεμάχια Ενετικού λέοντος ευρεθέντα πρό τινων ετών πέριξ της Κερυνείας ενδέχεται να εστόλιζον τας δύο Πύλας της πόλεως.»
(Απόσπασμα από το βιβλίο Ενθύμιον Κερύνειας του Σταύρου Γ. Λαζαρίδη, σ. 239-241)

...και η περιήγηση του Émile Deschamps συνεχίζεται...

«Οι γυναίκες της Καρπασίας έχουν τη

Γυναίκα της Καρπασίας
φήμη ότι είναι λίγο ατίθασες. Αληθεύει ότι σε ορισμένα μουσουλμανικά χωριά, όπου ο πληθυσμός αγνοεί την τουρκική γλώσσα, όπως στα Κορόβια και στη Γαληνώπορνη, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να μιλήσουν στους άνδρες μέσα στον δρόμο, ακόμα και στους ξένους. Εκτός από το παντελόνι τους που είναι μακρύτερο, δεν αντιλήφθηκα καμιά αξιοσημείωτη διαφορά στην ενδυμασία τους. Τα νέα κορίτσια μοιάζουν να μαραίνονται γρήγορα, να γερνούν πριν από την ώρα τους, αν και ανάμεσά τους συναντάς κοπέλες με αλαβάστρινο δέρμα, ξανθοκόκκινα μαλλιά και προικισμένες με πρόσωπα στα οποία εύκολα μπορείς να διακρίνεις δυτικά χαρακτηριστικά, μερικές φορές δε σε μεγάλη συχνότητα. Αλλά εδώ, όπως και στο Ριζοκάρπασο, που οι γυναίκες έχουν τη φήμη πολύ ωραίων γυναικών καθώς και σε ολόκληρη την Καρπασία, η διαφοροποίηση φαίνεται σαφώς λιγότερο από ό,τι μέσα στις αριστοκρατικές συνοικίες της Κυθραίας, όπου μπορείς να δεις, κατά την άποψη μου, τους πιο καθαρούς απογόνους των Γάλλων και των Ενετών. Ο Καρπασίτης είναι μεγαλόσωμος και αδύνατος, με έντονα και αυστηρά χαρακτηριστικά, όπως και αυτά του Παφίτη, που, όμως, δεν είναι καθόλου σκληρά. Ο χαρακτήρας των κατοίκων είναι γενικά ήπιος και θεωρούνται πολύ φιλόξενοι άνθρωποι».


Μία αιωνόβια Κύπρια το 1893
1893 Αιωνοβια Κύπρια


«Κοιτάζω περίεργα τον κόσμο, που πάει και έρχεται γύρω μου και εκπλήσσομαι πολύ: ούτε μια όμορφη φυσιογνωμία, ούτε ένα γοητευτικό γυναικείο πρόσωπο. Είναι όλες μαυρισμένες με ανέκφραστα μάτια, γκρίζα μαλλιά, ένα στήθος πλάκα, καθόλου μέση, καθόλου χάρη και εκτός από εκείνες που διάγουν τα πρώτα χρόνια της νεότητας, δίνουν την εντύπωση πρόωρα γερασμένων γυναικών: καμιά από τις φυσικές αρετές, κανένα από τα χαρακτηριστικά που τις έκαναν θεές ανά τους αιώνες. Και όμως ο θρύλος λέει ότι η Κύπρος επιλέχτηκε για τη θεά της χάρης και της ομορφιάς! Τι απέγινε λοιπόν η ράτσα που διαβιούσε σε αυτές τις ακτές την εποχή που προσέλκυε πλήθος ξένων, οι ωραίες που ενέπνεαν τη λύρα των ποιητών και που στα ιερά δάση αντηχούσαν χορωδιακά άσματα αφιερωμένα στη λατρεία του έρωτα από μυριάδες πιστούς; Χαμένη, γερασμένη σχεδόν μέχρι το τελευταίο ίχνος της, εξαιτίας ίσως της επιμειξίας με τους αναρίθμητους εισβολείς.
Παντού οι ζητιάνοι τείνουν το τσίγκινο πιατάκι τους, ικετεύουν για ελεημοσύνη και ακολουθούν τον περιπατητή με βρισιές εάν δεν ανταποκριθεί στο αίτημά τους. Αυτή η χώρα που, σύμφωνα με έναν Βέλγο συγγραφέα, δε γνώρισε την επαιτεία, θα μπορούσε αντίθετα να ονομαστεί το νησί της ζητιανιάς.

Χωρικοί με τοπικές ενδυμασίες

Χωρικοι με τοπικες ενδυμασίες

Ωστόσο όλοι είναι καθαροί...
...αν
άμεσα δέ στα πολλά φτωχικά κουστούμια ξεχωρίζουν κάποιες λαμπρές προσαρμογές.

Οι χωρικές φορούν την εθνική ενδυμασία: καλύπτουν το κεφάλι με ένα ή περισσότερα μαντήλια, μπλε ή λευκά με πράσινη τρέσα, επίχρυσα ή επάργυρα, δεμένα κάτω από το πηγούνι και καλύπτοντας από πίσω τα μαλλιά.
Το σακάκι από βελούδο ή από βαμβακερό είναι συχνά φορτωμένο με χρυσά στολίδια

ΚΥΠΡΙΑ ΜΕ ΑΣΤΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
και ανοίγει στο στήθος με ένα τετράγωνο άνοιγμα από όπου προβάλλει ένα λεπτό πουκάμισο από τούλι ή βατίστα και το φόρεμα συνήθως κόκκινο, μαύρο ή γκρίζο, μονόχρωμο ή λουλουδάτο που ξεκινά από μια παχιά μέση. Στο λαιμό έχουν περιδέραια από χρυσά νομίσματα, όπως οι γυναίκες των Αράβων και στους καρπούς γυάλινα βραχιόλια – ένα ακόμα στολίδι που προέρχεται από τη Συρία».

«Οι άνδρες, Έλληνες και Τούρκοι, είναι σχεδόν όμοια ντυμένοι, αλλά παρατηρούμε ότι οι Τούρκοι είναι πιο άνετοι και πιο καθαροί.
Τουρκοκύπριος αστός
Ο τοπικός δανδισμός αναγνωρίζεται από το φέσι και από τις βράκες, που συγκρατιούνται στις γάμπες με καλτσοδέτες. Το φέσι είναι συχνά πολύ ψηλό, τοποθετημένο στα πλάγια του κεφαλιού και είναι καλυμμένο με ένα άσπρο μαντήλι με χρυσά κρόσσια, που η άκρη του πέφτει στο πρόσωπο. Είναι το πιο άχαρο κομμάτι της ενδυμασίας τους – για μας τους Ευρωπαίους που κρίνουμε με την αντίληψη της δυτικής μόδας. Πάνω στο αυτί βάζουν συχνά ένα λουλούδι η μάλλον ένα μικρό μπουκέτο, που στηρίζεται κάτω από το φέσι και διακοσμεί το πρόσωπο. Πάνω από το πουκάμισο, με τα μεγάλα μανίκια, φοράνε ένα ανοικτό γιλέκο, πολύ συχνά με διαφορετικά χρώματα μπροστά και στην πλάτη, όπως π.χ. λαμπερό κόκκινο στο μέρος του στήθους και πράσινο του μήλου διακοσμημένο με λουλούδια στην πλάτη. Η μέση περιβάλλεται από μια φαρδιά πολύχρωμη ζώνη, με κλαρωτά φανταχτερά σχέδια, που κατεβαίνει μέχρι το μέσον του ποδιού. Η ολοκλήρωση γίνεται με κάλτσες ροζ, μπλε ή κίτρινες, καλά τεντωμένες από κόκκινες ζαρτιέρες και στα πόδια παπούτσια ανοιχτά για τους κατοίκους των πόλεων.
Χωρικος πωλητης καυσοξυλων


Χωρικός πωλητής καυσόξυλων

Οι χωρικοί φοράνε μακριές και βαριές μπότες».


Δυτικά στην Πάφο...


Ξαναρχίζοντας τους περιπάτους μου δύο μέρες μετά, στράφηκα προς την Πάφο, το λιμάνι του Κτήματος, την αρχαία ελληνορωμαϊκή Νέα Πάφο, εγκαταλειμμένη εδώ και καιρό εξαιτίας του ανθυγιεινού κλίματός της.

Το καστρο της Παφου
Το λιμάνι προφυλασσόταν από δύο κυματοθραύστες, από τους οποίους ο ένας κατέληγε σε γκρεμισμένο σήμερα προμαχώνα, συνδεδεμένο με ένα αρκετά στερεό κάστρο, όρθιο ακόμα, που χρησίμευσε και στους Τούρκους. Μέσα στο μικρό λιμάνι εργάζονται εντατικά ξεφορτώνοντας τα ιστιοφόρα που έρχονται από την Τεργέστη και την Αλεξάνδρεια. Μεσολαβεί μια απόσταση μισού χιλιομέτρου μέχρι την κάτω πόλη της Πάφου, που αποτελείται από μερικά ελληνικά και τουρκικά σπίτια διασκορπισμένα εδώ και εκεί. Η πόλη είναι ένα πραγματικό χάος από μονοπάτια, μικρά δρομάκια, κήπους και διάφορα ερείπια: μονόλιθους, στήλες και κιονόκρανα, που είναι ακόμα πολύ όμορφα. Προχωρώντας, βλέπουμε μερικά από αυτά τα αρχαία μάρμαρα σκορπισμένα στους δρόμους, απομεινάρια από τοίχους, σωρούς από πέτρες κάθε είδους και τείχη και στις δύο πλευρές του δρόμου.

...και νότια ανατολικά στη Λάρνακα.

Είμαστε στη Λάρνακα, την Τούσλα, όπως αποκαλείται από τους Τούρκους, που στην αρχή του αιώνα ήταν πραγματικά πόλη, με την πλήρη σημασία της λέξης,

ΔΡΟΜΟΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
με μεγαλύτερο πληθυσμό από σήμερα και την κατοικούσαν οι πρόξενοι και η υψηλή κοινωνία.

Δρόμος στη συνοικία του Αγίου Λαζάρου

Ο συνοικισμός μερικών καλυβιών που αποτελούσε άλλοτε την Σκάλα, τις Αλυκές, όπως ονομαζότανε η πόλη την εποχή των Λουζινιανών και όπως την αποκαλούσαν και οι περιηγητές, τόπος επικίνδυνος εξαιτίας των συχνών επιδρομών των πειρατών που λεηλατούσαν αυτά τα παράλια, μετεξελίχθηκε σε πόλη και έγινε εμπορικό, διοικητικό και προξενικό κέντρο. Η Λάρνακα, παρά τους 7.600 κατοίκους της, έμεινε σχεδόν έρημη, με άσχημα σχεδιασμένους, ελάχιστα ή καθόλου πλακοστρωμένους και βρώμικους στο σύνολό τους δρόμους, με λίγα μαγαζιά, λίγες μόνο γωνιές γεμάτες ζωή σε ορισμένες ώρες της ημέρας και πολλά γκρεμισμένα και παρατημένα σπίτια. Τόσο μεγάλη νέκρα επικρατεί στους δρόμους, που ορισμένες συνοικίες μοιάζουν εγκαταλειμμένες από καιρό.

Ο Σταυρός του Μισσιρίκου, από την περιδιάβαση στην Λευκωσία


«Ας γυρίσουμε τώρα πίσω, κοντά στην κεντρική γειτονιά και ας πάρουμε μια μικρή ελικοειδή οδό για να φτάσουμε σε ένα άλλο μικρό τζαμί, κτισμένο στη γωνία δύο πλινθόκτιστων τοίχων,

Ο σταυρος του Μισσιρικου
φαγωμένων από τη βροχή, σε ένα από τα πιο όμορφα σημεία της πόλης.
Οι Έλληνες το ονομάζουν Σταυρός του Μισσιρίκου. Αυτό που κινεί την περιέργεια είναι η προέλευση του ονόματος. «Μισσιρίκου» δεν είναι τίποτα άλλο από το παραφρασμένο όνομα του «Μεσσιέ Ερρίκου», «ο Σταυρός του κυρίου Ερρίκου». Είναι πολύ πιθανόν να είναι σωστή αυτή η εξήγηση, αλλά ποιος είναι αυτός ο Ερρίκος».

Αυτή η μικρή εκκλησία, που οι Ελληνοκύπριοι αποκαλούν «Σταυρό του Μισσιρίκου», θεωρείται ένα εξαιρετικό δείγμα μικτού γοτθικού και βυζαντινού ρυθμού, που συνδυάζει όμως και αρχιτεκτονικά στοιχεία της Ανατολής και της ιταλικής αναγέννησης. Μετά την κατάληψη της Λευκωσίας από τους Τούρκους, το χαμηλό, τετράγωνο οικοδόμημα μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος με την προσθήκη μικρού μιναρέ στο βόρειο άκρο της αψίδας. Όταν το επισκέφτηκε ο Deschamps, το κτήριο ήταν σχεδόν εγκαταλειμμένο και παρέμεινε σε άθλια κατάσταση μέχρι το 1910 περίπου που έγιναν επισκευές κυρίως στο εσωτερικό του.
Υπάρχουν διάφορες απόψεις ως προς την προέλευση του ονόματός «Σταυρός του Μισσιρίκου». Εκτός από αυτή που αναφέρει ο Deschamps, που όμως δεν φαίνεται να είναι πιθανή, υπάρχει και αυτή σύμφωνα με την οποία το όνομα είναι παραφθορά του «Croix de Missionnaires» (ο Σταυρός των Ιεραποστόλων). Στο βιβλίο του Les Description exacte des isles de l’ Archipel (1677), ο Ολιβιέ Ντάπερ γράφει ότι η συγκεκριμένη εκκλησία ανήκε τότε σε Ιταλούς ιεραποστόλους. Τέλος, η πιθανότερη εξήγηση φαίνεται να συνδέεται με το τουρκικό όνομα του τεμένους, που είναι «Τζαμί Αραπλάρ» δηλαδή «Τζαμί των Αράβων», όπου το «Μισσιρίκου» προέρχεται από το αραβικό «Misr» που σημαίνει Αίγυπτος, τη χώρα από όπου προέρχονταν οι περισσότεροι Άραβες σκλάβοι που βρίσκονταν στην Κύπρο. Ο Καμίλ Ανλάρ (L’art gothique et la Renaissance en Chypre, 1899, σ. 165) θεωρεί ότι πριν τη μετατροπή της σε τέμενος η εκκλησία αυτή ανήκε στους Αρμένιους και ήταν ο καθεδρικός ναός του Τιμίου Σταυρού. Φαίνεται ότι με τα χρόνια ο λαός διατήρησε το όνομα του χριστιανικού ναού «Σταυρός» προσθέτοντας όμως σε αυτό και το «Μισσιρίκου» για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω.
(Επεξηγηματικό κείμενο
Σταύρου Γ. Λαζαρίδη)


Η αγχόνη στην αυλή του Σαραγιού στη Λευκωσία

«Μήπως αυτό το Σεράι ήταν προηγουμένως η έδρα της φράγκικης κυβέρνησης; Δεν έγινε δυνατό να εξακριβωθεί με βεβαιότητα αλλά σύμφωνα με όλες τις πιθανότητες ένα μέρος τουλάχιστον των διοικητικών υπηρεσιών, ήταν εγκατεστημένες εδώ. Σήμερα είναι μια ξυλαποθήκη και στην αυλή τοποθέτησαν την αγχόνη. Το μνημείο καταστρέφεται σιγά-σιγά.
Άραγε στα κλαδιά αυτών των δέντρων κρεμάστηκε ο Έλληνας αρχιεπίσκοπος το 1821;

Η αγχονη στο Σεραϊ
Ήταν ακόμα μια φοβερή εποχή για την Κύπρο, αφού όλοι οι Έλληνες προύχοντες σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους. Ο πόλεμος για την ανεξαρτησία της Ελλάδας δεν είχε μεγάλη απήχηση στην Κύπρο, όμως η ευκαιρία ήταν ευπρόσδεκτη για τους Τούρκους. Το σύνολο του κλήρου εξοντώθηκε, οι εκκλησίες λεηλατήθηκαν, ακόμα και απλοί πολίτες καταδιώχτηκαν, κρεμάστηκαν, ληστεύθηκαν – μια περίοδος τρόμου, που κράτησε έξι μήνες».

«Στο τέλος της κυρίας οδού, του Πας Μαχαλά αρχίζει το παζάρι.

Το παζάρι στη Λευκωσία το 1892
Παζαρι στη Λευκωσια

Όπως σε όλη την Ανατολή είναι χωρισμένο ανάλογα με τις διάφορες ειδικότητες και ασχολίες. Εδώ μπροστά μας είναι οι ξυλουργοί, πιο πέρα είναι ο δρόμος των χαλκουργών που λάμπει από τη μια μεριά στην άλλη από την ανταύγεια του χαλκού. Τα πάντα είναι στεγασμένα με ψάθες, τσίγκους, σκισμένα πανιά ή χρησιμοποιημένα τσουβάλια, που κρέμονται σαν κουρέλια ανάμεσα στις στέγες, παρέχοντας έτσι πρόχειρη και αμφίβολη προστασία από τη ζέστη το καλοκαίρι και τη βροχή το χειμώνα. Τα μαγαζιά είναι κατά κάποιο τρόπο υπαίθρια. Ψωνίζουμε από έξω, σχεδόν χωρίς να μπούμε μέσα, αφού όλα είναι ανοιχτά μπροστά μας σαν ένα κουτί, που έχουν αφαιρέσει μια από τις πλευρές του και δίπλα-δίπλα, χωρίς κενό ανάμεσά τους, για οικονομία χώρου. Ολόκληρος ο δρόμος με τα υφάσματα καλύπτεται από διακόσμηση. Το κόκκινο αστράφτει σαν φωτιά. Εδώ φτιάχνουν παπλώματα, γεμισμένα με βαμβάκι, απαραίτητος εξοπλισμός κάθε Κύπριου ταξιδιώτη, ενώ λίγο πιο πέρα κάνουν στρώματα. Ένα πλήθος από τουρκάλες περνούν προχωρώντας σιγά σαν ένας κόσμος μικρός τελείως ξεχωριστός, μοιάζοντας αδιάφορες στα μάτια, φορώντας φερετζέ που τον κρατούν με το αριστερό χέρι κρύβοντας έτσι το πρόσωπό τους. Είναι ένα σύννεφο άσπρο, κίτρινο και βιολετί, από το οποίο δεν βλέπουμε παρά μόνο το άκρο από τα μικρά και άνετα πασούμια τους.
Στους μπακάληδες υπάρχει ποικιλία από όλα τα προϊόντα της κυπριακής γης μέσα σε μικρά ψάθινα κοφίνια καθώς και ευρωπαϊκά αντικείμενα σε καλές τιμές. Ένας εστιάτορας, στο άκρο του πεζοδρομίου, ψήνει σουβλάκια. Τα κουρεία ξεχωρίζουν από τις πολλές πετσέτες που είναι κρεμασμένες σε γάντζους πάνω από τις πόρτες ή εγκάρσια της οδού, σα σημαιοστολισμός, για να στεγνώσουν.
Κάτω από τις σκιές αυτών των ίσιων δρόμων, που φωτίζονται αρκετά μόνο στα μέρη όπου διεισδύει ο ήλιος, υπάρχει μια κίνηση σαν σε κυψέλη και ένα συνονθύλευμα πραγμάτων, ζώων και ανθρώπων, που σε αναγκάζουν να περπατάς γρήγορα. Καθώς κινούμαστε ανάμεσα στα εμπορεύματα, που στοιβάζονται και από τις δύο πλευρές του δρόμου, αισθανόμαστε τις μυρωδιές από τα τηγανητά, τα βαμβακερά και τα μπαχαρικά, ενώ προχωρώντας νιώθοντας μερικές φορές το άρωμα του θυμιάματος, που έρχεται από κάποιο μαγαζί, την ώρα που το ανακατεύουν μέσα στο κουτί για να το μυρίσει ο πελάτης τους».

Στο Φοινί στα προπόδια του Τροόδους, πάντα φτιάχνανε πιθάρια.


«Το κρασί τοποθετείται μέσα σε μεγάλα πισσωμένα πιθάρια,

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΙΚΗΣ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙ
600-650 λίτρων, που δεν είναι λουστραρισμένα. Το χωριό Φοινί, στη νότια πλευρά του Τροόδους, ειδικεύεται στην κατασκευή τους. Σε αυτά τα πιθάρια και στα δοχεία που χρησιμοποιούνται στη μεταφορά του οφείλεται η ιδιαίτερη γεύση του κρασιού που οι Άγγλοι προσπαθούν να εξουδετερώσουν».
Το Φοινί είναι γνωστό σε όλη την Κύπρο για τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής και ιδιαίτερα για τα μεγάλα πιθάρια που κατασκευάζονται εδώ από αιώνες. Ο πηλός του τόπου είναι χοντροκομμένος, ερυθρός και για το λόγο αυτό όλα τα πήλινα δοχεία έχουν κόκκινες χοντρές επιφάνειες. Το χωριό οφείλει το όνομά του στο Φράγκο φεουδάρχη Τζουάν ντε Φινιούν που είχε την έπαυλη και τα κτήματά του στην περιοχή το 14ο αιώνα. Οι σκλάβοι και οι εργάτες έλεγαν πως δούλευαν στους αγρούς του Τε Φινί και όταν με τα χρόνια συγκροτήθηκε ο οικισμός το τοπωνύμιο ήταν δεδομένο.
(Κείμενο Σταύρου Γ. Λαζαρίδη)

«Αφού έχουμε διασχίσει με τα ζώα μας χωρίς καμιά στάση τα 63 χιλιόμετρα που χωρίζουν την Πόλη από τη Λεύκα, φθάνουμε στο τελευταίο χωριό, τις Lefques των Γάλλων, αναμφίβολα ένα από τα πιο ωραία και τα πιο μεγάλα χωριά της Κύπρου.
ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΛΕΥΚΑ
Ο πληθυσμός της είναι κυρίως Μουσουλμάνοι και κάποιοι Χριστιανοί, οι κατοικίες των οποίων βρίσκονται συγκεντρωμένες στα περίχωρα.

Τουρκοκύπριοι της Λεύκας

Από τα υψώματα, της άλλης πλευράς του Μάραθου ποταμού που περνά από εκεί, αντικρίζουμε μια μικρή σειρά κήπων, στο μέσο των οποίων κρύβονται τα σπίτια αφήνοντας να φανούν μόνο κάποιες στέγες στις πιο ψηλές συνοικίες, κορυφές φοινικόδεντρων και το μιναρέ ενός τζαμιού. Όλη αυτή η άφθονη βλάστηση έρχεται σε έντονη αντίθεση με το τοπίου του ξερού και γυμνού ορίζοντα των περιχώρων, που λες και έχει προσβληθεί από ίκτερο. Στο εσωτερικό επίσης του χωριού, τα περιβόλια με τις πορτοκαλιές, πυκνές και πολύ κοντά η μια στην άλλη, θυμίζουν τους υπέροχους πορτοκαλεώνες της Γιάφφας και του Πορτ Σάιντ.
Καθώς φθάνουμε νύχτα, άγνωστοι άνθρωποι μας συναντούν στο πέρασμα. Παίρνουν τα μουλάρια, μαζεύουν τις αποσκευές και λίγο μετά φτάνουμε στην έδρα της μουδιρίας (γραφείο της κυβέρνησης), που διαμορφώθηκε καταλλήλως για την περίσταση από τον υπηρέτη και τον υπάλληλο του μουδίρη. Αυτός είναι ένα είδος έπαρχου που οι Άγγλοι διατήρησαν από την προηγούμενη διοίκηση.
Αν και στην Κύπρο μου είχαν πάντα συμπεριφερθεί πολύ καλύτερα στα τουρκικά χωριά από ό,τι στα ελληνικά, δεν περίμενα βέβαια ότι το άσπρο μου κράνος θα τύγχανε μιας τέτοιας θερμής υποδοχής καθώς, περιττό να πω, μας πήραν για Άγγλους – γεγονός για το οποίο, αυτή τη φορά, δεν μετάνιωσα. Περνάμε μια ολόκληρη μέρα στην Λεύκα και τη μεθεπομένη φεύγουμε για το μοναστήρι του Κύκκου».




Η περιήγηση συνεχίζεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου...
Και για την επιμέλεια της εδώ παρουσίασης: Φιλόκυπρος
Θερμά ευχαριστούμε, ο Φιλόκυπρος και οι επισκέπτες του, τον Σταύρο Γ. Λαζαρίδη που επέτρεψε να στηθεί αυτή η σελίδα με υλικό από το ενδιαφέρον βιβλίο του.

badge10years